- αιδοίος
- αἰδοῑος, -α, -ον (Α)1. ο άξιος σεβασμού, σεβαστός, σεβάσμιος, σεμνός, χρηστός2. (για ξένους και ικέτες) αυτός που είναι άξιος προστασίας3. (για πράγματα, όπως το γέρας ή ο χρυσός) αξιοσέβαστος, πολύτιμος4. ο πλήρης σεβασμού, σεμνός, δειλός, ντροπαλός5. Αἰδοῑος Ζεύς, ο Δίας ως θεός τού ελέους.[ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰδόσ-ιος < αἰδώς.ΠΑΡ. αιδοίο].
Dictionary of Greek. 2013.